- υπερευτηκτοειδής
- -ές, Ν(χημ.-μεταλργ·)1. χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτοειδούς αναλογίας2. φρ. «υπερευτηκτοειδής χάλυβας»(μεταλργ.) χάλυβας με περιεκτικότητα 0,9%-1,3% σε άνθρακα, ο οποίος χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοπτικών και άλλων εργαλείων κατεργασίας, αλλ. υπερπερλιτικός χάλυβας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyper-eutectoide (< υπερ-* + εύτηκτος + είδος)].
Dictionary of Greek. 2013.